σύσγουρδο

σύσγουρδο
το, Ν
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψωραλέα — (psoralea). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, της τάξης των χεδροπών. Περιλαμβάνει γύρω στα 120 είδη των εύκρατων και τροπικών περιοχών του βορείου κυρίως ημισφαιρίου. Πρόκειται για πόες, θάμνους ή φρύγανα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”